χαρλεάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χαρλεάς | οι | χαρλεάδες |
γενική | του | χαρλεά | των | χαρλεάδων |
αιτιατική | τον | χαρλεά | τους | χαρλεάδες |
κλητική | χαρλεά | χαρλεάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαρλεάς < αγγλική Harley (< Harley-Davidson) χαρλε- + -άς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαρλεάς αρσενικό
- (αργκό) που έχει πάθος με τις Χάρλεϊ, τις αμερικανικές μοτοσικλέτες Harley-Davidson