↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαραγή οι χαραγές
      γενική της χαραγής των χαραγών
    αιτιατική τη χαραγή τις χαραγές
     κλητική χαραγή χαραγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαραγή < (ελληνιστική κοινή) < χαράσσω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαραγή θηλυκό

  1. η ενέργεια του χαράζω
  2. η αφαίρεση μια λωρίδας από το φλοιό ενός φυτού με σκοπό την αύξηση της ανθοφορίας του
  3. μικρή χαραγμένη γραμμή σε μια επιφάνεια, πχ σε ένα όργανο μέτρησης
    Στρέφουμε έπειτα τη μικρή βίδα που υπάρχει κάτω από το δίσκο, δεξιά ή αριστερά, μέχρις ότου φέρουμε το δείκτη του μπροστινού στελέχους στη χαραγή "μηδέν". Ο ζυγός είναι τώρα έτοιμος για ζύγιση. (Φυσική Γεν. Παιδ. Εργαστ. Οδηγός (Α΄ Εν. Λυκ.) :: Ανάλυση διαδικασίας)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία