(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
χαμούλης< χαμ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
χαμούλης αρσενικό
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χαμός