Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαλυβουργία οι χαλυβουργίες
      γενική της χαλυβουργίας των χαλυβουργιών
    αιτιατική τη χαλυβουργία τις χαλυβουργίες
     κλητική χαλυβουργία χαλυβουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλυβουργία < χάλυβας + -ουργία (< έργο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλυβουργία θηλυκό

  1. ο κλάδος της βιομηχανίας που ασχολείται με την επεξεργασία του χάλυβα
  2. μια βιομηχανική μονάδα που ανήκει στον κλάδο αυτό

  Μεταφράσεις επεξεργασία