χαζόβλακας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χαζόβλακας | οι | χαζόβλακες |
γενική | του | χαζόβλακα | των | χαζόβλακων |
αιτιατική | τον | χαζόβλακα | τους | χαζόβλακες |
κλητική | χαζόβλακα | χαζόβλακες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαζόβλακας αρσενικό (προφορικό)
Μεταφράσεις επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βλάκας