Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαζίρεμα τα χαζιρέματα
      γενική του χαζιρέματος των χαζιρεμάτων
    αιτιατική το χαζίρεμα τα χαζιρέματα
     κλητική χαζίρεμα χαζιρέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαζίρεμα < χαζιρεύω < χαζίρι < τουρκική hazır (έτοιμος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαζίρεμα ουδέτερο

Τα χαζιρέματα για τις γιορτές ξεκινούν από την επομένη του Άη-Φιλίππου

  Μεταφράσεις επεξεργασία