Δείτε επίσης: Χάψη, χαψή, χαψί
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χάψη οι χάψες
      γενική της χάψης των (χαψών)
    αιτιατική τη χάψη τις χάψες
     κλητική χάψη χάψες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χάψη < αραβική حبس (habs, φυλακή)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈxa.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χά‐ψη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χάψη θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία