φωτοεξάχνωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωτοεξάχνωση | οι | φωτοεξαχνώσεις |
γενική | της | φωτοεξάχνωσης* | των | φωτοεξαχνώσεων |
αιτιατική | τη | φωτοεξάχνωση | τις | φωτοεξαχνώσεις |
κλητική | φωτοεξάχνωση | φωτοεξαχνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φωτοεξαχνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωτοεξάχνωση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωτοεξάχνωση
|