Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
φωτογραφίζοντας τη φύση μέσα από βάρκα

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτογραφίζω < φωτογραφία + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) photographier < photographie < αρχαία ελληνική φῶς + γράφω)

  Ρήμα επεξεργασία

φωτογραφίζω (παθητική φωνή: φωτογραφίζομαι)

  1. αποτυπώνω εικόνες σε φωτοευαίσθητη επιφάνεια με τη χρήση φωτογραφικής μηχανής
  2. (μεταφορικά) αναφέρομαι σε ένα πρόσωπο χωρίς μεν να το κατονομάζω, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνεται αντιληπτό για ποιον μιλώ

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία