φωτογραφίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαφωτογραφίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος φωτογραφίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φωτογραφίζομαι | φωτογραφιζόμουν(α) | θα φωτογραφίζομαι | να φωτογραφίζομαι | ||
β' ενικ. | φωτογραφίζεσαι | φωτογραφιζόσουν(α) | θα φωτογραφίζεσαι | να φωτογραφίζεσαι | (φωτογραφίζου) | |
γ' ενικ. | φωτογραφίζεται | φωτογραφιζόταν(ε) | θα φωτογραφίζεται | να φωτογραφίζεται | ||
α' πληθ. | φωτογραφιζόμαστε | φωτογραφιζόμαστε φωτογραφιζόμασταν |
θα φωτογραφιζόμαστε | να φωτογραφιζόμαστε | ||
β' πληθ. | φωτογραφίζεστε | φωτογραφιζόσαστε φωτογραφιζόσασταν |
θα φωτογραφίζεστε | να φωτογραφίζεστε | (φωτογραφίζεστε) | |
γ' πληθ. | φωτογραφίζονται | φωτογραφίζονταν φωτογραφιζόντουσαν |
θα φωτογραφίζονται | να φωτογραφίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φωτογραφίστηκα | θα φωτογραφιστώ | να φωτογραφιστώ | φωτογραφιστεί | ||
β' ενικ. | φωτογραφίστηκες | θα φωτογραφιστείς | να φωτογραφιστείς | φωτογραφίσου | ||
γ' ενικ. | φωτογραφίστηκε | θα φωτογραφιστεί | να φωτογραφιστεί | |||
α' πληθ. | φωτογραφιστήκαμε | θα φωτογραφιστούμε | να φωτογραφιστούμε | |||
β' πληθ. | φωτογραφιστήκατε | θα φωτογραφιστείτε | να φωτογραφιστείτε | φωτογραφιστείτε | ||
γ' πληθ. | φωτογραφίστηκαν φωτογραφιστήκαν(ε) |
θα φωτογραφιστούν(ε) | να φωτογραφιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φωτογραφιστεί | είχα φωτογραφιστεί | θα έχω φωτογραφιστεί | να έχω φωτογραφιστεί | φωτογραφισμένος | |
β' ενικ. | έχεις φωτογραφιστεί | είχες φωτογραφιστεί | θα έχεις φωτογραφιστεί | να έχεις φωτογραφιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει φωτογραφιστεί | είχε φωτογραφιστεί | θα έχει φωτογραφιστεί | να έχει φωτογραφιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φωτογραφιστεί | είχαμε φωτογραφιστεί | θα έχουμε φωτογραφιστεί | να έχουμε φωτογραφιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε φωτογραφιστεί | είχατε φωτογραφιστεί | θα έχετε φωτογραφιστεί | να έχετε φωτογραφιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φωτογραφιστεί | είχαν φωτογραφιστεί | θα έχουν φωτογραφιστεί | να έχουν φωτογραφιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωτογραφίζομαι
|