Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτογήρανση οι φωτογηράνσεις
      γενική της φωτογήρανσης των φωτογηράνσεων
    αιτιατική τη φωτογήρανση τις φωτογηράνσεις
     κλητική φωτογήρανση φωτογηράνσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτογήρανση < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fo.toˈʝi.ɾan.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φω‐το‐γή‐ραν‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτογήρανση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία