φωτογήρανση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωτογήρανση | οι | φωτογηράνσεις |
γενική | της | φωτογήρανσης | των | φωτογηράνσεων |
αιτιατική | τη | φωτογήρανση | τις | φωτογηράνσεις |
κλητική | φωτογήρανση | φωτογηράνσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φωτογήρανση (νεολογισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική photoaging. Μορφολογικά αναλύεται σε φωτο- + γήρανση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fo.toˈʝi.ɾan.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐το‐γή‐ραν‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωτογήρανση θηλυκό
- (νεολογισμός, ιατρική) η πρώιμη γήρανση που προκαλείται από την πολύωρη έκθεση στις υπεριώδεις ακτίνες του ηλίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωτογήρανση
Πηγές
επεξεργασία- φωτογήρανση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- φωτογήρανση - Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 7, έτος 2000.