φωτογήρανση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωτογήρανση | οι | φωτογηράνσεις |
γενική | της | φωτογήρανσης | των | φωτογηράνσεων |
αιτιατική | τη | φωτογήρανση | τις | φωτογηράνσεις |
κλητική | φωτογήρανση | φωτογηράνσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωτογήρανση < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fo.toˈʝi.ɾan.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐το‐γή‐ραν‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωτογήρανση θηλυκό
- (ιατρική) η πρώιμη γήρανση που προκαλείται από την πολύωρη έκθεση στις υπεριώδεις ακτίνες του ηλίου
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωτογήρανση
|