Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωνόνιο τα φωνόνια
      γενική του φωνονίου
φωνόνιου
των φωνονίων
    αιτιατική το φωνόνιο τα φωνόνια
     κλητική φωνόνιο φωνόνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωνόνιο < απόδοση της αγγλικής λέξης phonon < από τη ρίζα της λέξης φωνή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωνόνιο ουδέτερο

  • ιδεατό σωματίδιο, αποτέλεσμα ταλαντώσεων στα στερεά σώματα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία