φωνόνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φωνόνιο | τα | φωνόνια |
γενική | του | φωνονίου & φωνόνιου |
των | φωνονίων |
αιτιατική | το | φωνόνιο | τα | φωνόνια |
κλητική | φωνόνιο | φωνόνια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωνόνιο < απόδοση της αγγλικής λέξης phonon < από τη ρίζα της λέξης φωνή
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωνόνιο ουδέτερο
- ιδεατό σωματίδιο, αποτέλεσμα ταλαντώσεων στα στερεά σώματα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- φωνόνιο στη Βικιπαίδεια