φυσιοθεραπευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φυσιοθεραπευτής < φυσιοθεραπεία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυσιοθεραπευτής αρσενικό και φυσιοθεραπεύτρια θηλυκό.
- (επάγγελμα) ο ειδικός στη φυσιοθεραπεία, άτομο με δίπλωμα που με τη σύμφωνη γνώμη ενός γιατρού, κάνει ειδικό μασάζ ή άλλες παρεμβάσεις σε ασθενείς με μυοσκελετικά ή νευρολογικά προβλήματα
Συνώνυμα επεξεργασία
- φυσικοθεραπευτής και φυσικοθεραπεύτρια αντίστοιχα
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυσιοθεραπευτής