φυσικοπυρηνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυσικοπυρηνικός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυσικοπυρηνικός αρσενικό ή θηλυκό
- επιστήμονας ειδικευμένος στον τομέα της πυρηνικής φυσικής.
Μεταφράσεις
επεξεργασία φυσικοπυρηνικός
|