Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η φυσικοπυρηνικός οι φυσικοπυρηνικοί
      γενική του/της φυσικοπυρηνικού των φυσικοπυρηνικών
    αιτιατική τον/τη φυσικοπυρηνικό τους/τις φυσικοπυρηνικούς
     κλητική φυσικοπυρηνικέ φυσικοπυρηνικοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυσικοπυρηνικός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυσικοπυρηνικός αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία