φυλλάριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | φυλλάριον | τὰ | φυλλάριᾰ | ||||
γενική | τοῦ | φυλλαρίου | τῶν | φυλλαρίων | ||||
δοτική | τῷ | φυλλαρίῳ | τοῖς | φυλλαρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | φυλλάριον | τὰ | φυλλάριᾰ | ||||
κλητική ὦ! | φυλλάριον | φυλλάριᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φυλλαρίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | φυλλαρίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φυλλάριον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική φύλλ(ον) + υποκοριστικό επίθημα -άριον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυλλάριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- υποκοριστικό του φύλλον, το φυλλαράκι
Πηγές
επεξεργασία- φυλλάριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.