ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φυλλάριον τὰ φυλλάρι
      γενική τοῦ φυλλαρίου τῶν φυλλαρίων
      δοτική τῷ φυλλαρί τοῖς φυλλαρίοις
    αιτιατική τὸ φυλλάριον τὰ φυλλάρι
     κλητική ! φυλλάριον φυλλάρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φυλλαρίω
γεν-δοτ τοῖν  φυλλαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυλλάριον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική φύλλ(ον) + υποκοριστικό επίθημα -άριον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φυλλάριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)