Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φυζαλέος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
φυζαλέος
<
φύζα
( φυγή από φόβο) <
φύγδα
και
φύγδην
επιρρήματα <
φυγάς
Επίθετο
επεξεργασία
φυζαλέος, α, ον
που τρέπεται εύκολα σε φυγή, το βάζει εύκολα στα πόδια
Συνώνυμα
επεξεργασία
φυζακινός
,ή,όν