Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυζαλέος < φύζα ( φυγή από φόβο) < φύγδα και φύγδην επιρρήματα < φυγάς

  Επίθετο επεξεργασία

φυζαλέος, α, ον

  • που τρέπεται εύκολα σε φυγή, το βάζει εύκολα στα πόδια

Συνώνυμα επεξεργασία