φτέριασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φτέριασμα < φτεριάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
φτέριασμα ουδέτερο
- η φάση κατά την οποία ο νεοσσός αποκτά το πρώτο του πτέρωμα, φτεριάζει, ο σχηματισμός του πρώτου πτερώματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
φτέριασμα
|