φτάσιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈfta.si.mo/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφτάσιμο ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φθάνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία φτάσιμο
|
φτάσιμο ουδέτερο
|