φρυγάνισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fɾiˈɣa.ni.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρυ‐γά‐νι‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
φρυγάνισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του φρυγανίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
φρυγάνισμα
|