Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρουτοθήκη οι φρουτοθήκες
      γενική της φρουτοθήκης των φρουτοθηκών
    αιτιατική τη φρουτοθήκη τις φρουτοθήκες
     κλητική φρουτοθήκη φρουτοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρουτοθήκη < φρούτο + -ο- + -θήκη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρουτοθήκη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία