φρουτερία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φρουτερία < φρούτο
Ουσιαστικό επεξεργασία
φρουτερία θηλυκό
- (κυπριακά) κατάστημα πώλησης φρούτων (οπωροπωλείο) (δες και φρουταρία, λέξη που χρησιμοποιείται στην Κύπρο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
φρουτερία
|