φούσκισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φούσκισμα < φουσκίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
φούσκισμα ουδέτερο
- η λίπανση της γης με φουσκί, η ρίψη λιπάσματος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φούσκισμα
|
φούσκισμα ουδέτερο
|