Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουσκίζω < φουσκί (λίπασμα)

  Ρήμα επεξεργασία

φουσκίζω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία