φουσκωμάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φουσκωμάρα | οι | φουσκωμάρες |
γενική | της | φουσκωμάρας | — | |
αιτιατική | τη | φουσκωμάρα | τις | φουσκωμάρες |
κλητική | φουσκωμάρα | φουσκωμάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φουσκωμάρα θηλυκό
- αίσθηση φουσκώματος στο στομάχι ή την κοιλιά
- ↪ γιατρέ μου, έχω κάτι φουσκωμάρες, ενώ δεν τρώω πολύ
Μεταφράσεις επεξεργασία
φουσκωμάρα
|