Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φουσκαλίδα οι φουσκαλίδες
      γενική της φουσκαλίδας των φουσκαλίδων
    αιτιατική τη φουσκαλίδα τις φουσκαλίδες
     κλητική φουσκαλίδα φουσκαλίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουσκαλίδα < υποκοριστικό της λέξης φουσκάλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουσκαλίδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία