φουκαράκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φουκαράκος < φουκαρ(άς) + υποκοριστικό επίθημα -άκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφουκαράκος αρσενικό
- (υποκοριστικό) νεαρός φουκαράς
- συνώνυμο του φουκαρατζίκος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φουκαράς
- → δείτε και τη λέξη φουκαρατζίκος
φουκαράκος
|