Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φουκαράκος οι φουκαράκοι
      γενική του φουκαράκου των φουκαράκων
    αιτιατική τον φουκαράκο τους φουκαράκους
     κλητική φουκαράκο φουκαράκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουκαράκος < φουκαρ(άς) + υποκοριστικό επίθημα -άκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουκαράκος αρσενικό

  1. (υποκοριστικό) νεαρός φουκαράς
  2. συνώνυμο του φουκαρατζίκος
    χρειάζεται παράθεμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φουκαράς