Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα φορτωτικά
      γενική των φορτωτικών
    αιτιατική τα φορτωτικά
     κλητική φορτωτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φορτωτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φορτωτικός στον πληθυντικό

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /foɾ.to.tiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φορ‐τω‐τι‐κά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φορτωτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φορτωτικά

  Πηγές επεξεργασία