φοροελεγκτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φοροελεγκτής (νεολογισμός) < φόρ(ος) + -ο- + ελεγκτής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fo.ɾo.e.leŋˈɡtis/ & /fo.ɾo.e.leŋˈktis/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφοροελεγκτής αρσενικό
- (νεολογισμός, επάγγελμα) ελεγκτής της εφορίας που διενεργεί φοροελέγχους
Συγγενικά
επεξεργασία- φοροελεγκτικός
- φοροέλεγχος
- → δείτε τις λέξεις φόρος και ελέγχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία φοροελεγκτής
|
Πηγές
επεξεργασία- φοροελεγκτής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- φοροελεγκτής - Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009.