φονταμενταλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φονταμενταλισμός < αγγλική fundamentalism
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φονταμενταλισμός αρσενικό
- η ακραία συντηρητική εκδοχή μιας θρησκείας που προβάλλεται ως επιστροφή στις ρίζες της και αυστηρή τήρηση των αρχών της
Μεταφράσεις επεξεργασία
φονταμενταλισμός