φοβοφοβία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φοβοφοβία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική phobophobia < αρχαία ελληνική φόβος + αρχαία ελληνική φόβος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφοβοφοβία θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- φοβοφοβία στη Βικιπαίδεια