φλιπεράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φλιπεράκι | τα | φλιπεράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φλιπεράκι | τα | φλιπεράκια |
κλητική | φλιπεράκι | φλιπεράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φλιπεράκι < φλίπερ + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fli.peˈɾa.ci/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφλιπεράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του φλίπερ
- φλίπερ
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη φλιπεράκια