φινόκιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φινόκιο | τα | φινόκια |
γενική | του | φινόκιου | των | φινόκιων |
αιτιατική | το | φινόκιο | τα | φινόκια |
κλητική | φινόκιο | φινόκια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φινόκιο < (άμεσο δάνειο) ιταλική finocchio
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφινόκιο ουδέτερο
- επτανησιακή ονομασία του φυτού μάραθο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φινόκιο
Συνώνυμαεπεξεργασία |