φιλολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλολογία < αρχαία ελληνική φιλολογία < φιλόλογος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλολογία θηλυκό
- η επιστήμη που μελετά σε πανεπιστημιακό επίπεδο τη λογοτεχνία, τη γλώσσα, τα γραπτά μνημεία παλαιότερων εποχών αλλά και τα σημαντικά από τα σύγχρονα, αυτά που έχουν ξεχωρίσει
- η λογοτεχνία συνολικά ενός λαού, το σύνολο των γραπτών κυρίως έργων ενός έθνους (γαλλική φιλολογία, αγγλική φιλολογία κ.λπ.)
- τα κείμενα που συνιστούν το σώμα γνώσεων ενός κλάδου ή τομέα σκέψης (ιατρική φιλολογία, μαρξιστική φιλολογία)
- η φλυαρία
- Δεν παρατάτε τις φιλολογίες να κάνουμε και καμιά δουλειά