Δείτε επίσης: Φιλήτης, φιλητής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φιλήτης οἱ φιλῆται
      γενική τοῦ φιλήτου τῶν φιλητῶν
      δοτική τῷ φιλήτ τοῖς φιλήταις
    αιτιατική τὸν φιλήτην τοὺς φιλήτᾱς
     κλητική ! φιλῆτ φιλῆται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φιλήτ
γεν-δοτ τοῖν  φιλήταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλήτης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φιλήτης, -ου αρσενικό

  • απατεώνας, κλέφτης
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 375 (373-375)
    μηδὲ γυνή σε νόον πυγοστόλος ἐξαπατάτω | αἱμύλα κωτίλλουσα, τεὴν διφῶσα καλιήν· | ὃς δὲ γυναικὶ πέποιθε, πέποιθ᾽ ὅ γε φιλήτῃσιν.
    Και μη σου εξαπατά το νου γυναίκα με στολισμένα πισινά | σαν φλυαρεί χαριτωμένα την ώρα που την έπιασες να εξερευνά την αποθήκη σου. | Όποιος γυναίκα εμπιστεύεται, απατεώνα εμπιστεύεται.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 1001 (1001-1004)
    τοιοῦτον ἂν κτήσαιτο φιλήτης ἀνήρ, | ξένων ἀπαιόλημα κἀργυροστερῆ | βίον νομίζων, τῷδέ τ᾽ ἂν δολώματι | πολλοὺς ἀναιρῶν πολλὰ θερμαίνοι φρένα.
    τέτοιο να ᾽χ᾽ ένας ληστής | που ζει με απάτες από τους ξένους κι αρπαγές, | με τέτοιο δόλο | πολλούς σκοτώνοντας, χρυσές δουλειές που θα είχε!
    Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία