φελλίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φελλίνη | οι | φελλίνες |
γενική | της | φελλίνης | των | φελλινών |
αιτιατική | τη | φελλίνη | τις | φελλίνες |
κλητική | φελλίνη | φελλίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φελλίνη < φελλός (για την ουσία που του προσδίδει το αδιάβροχο στοιχείο του)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφελλίνη θηλυκό
- κηρώδης, εξωκυτταρική ουσία του φυτού, που το προστατεύει από την αφυδάτωση και που σήμερα τείνει να ονομάζεται σουμπερίνη (από τη λατινική ονομασία του φυτού που μας δίνει το φελλό, το είδος Quercus suber που λέγεται στα ελληνικά Δρυς η φελλοφόρος)