φαυλοκόλακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαφαυλοκόλακας < αρχαία ελληνική φαυλοκόλαξ < φαύλος + κόλαξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαυλοκόλακας αρσενικό
- εκείνος που κολακεύει τους φαύλους, ο χαμερπής
Μεταφράσεις
επεξεργασία φαυλοκόλακας
|