Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φασουλόσουπα οι φασουλόσουπες
      γενική της φασουλόσουπας
    αιτιατική τη φασουλόσουπα τις φασουλόσουπες
     κλητική φασουλόσουπα φασουλόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
φασολόσουπα από την Πολωνία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φασουλόσουπα < φασούλ(ι) + -ό- + -σουπα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φασουλόσουπα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία