φασουλάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fa.suˈla.ða/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφασουλάδα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του φασολάδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία φασουλάδα
→ δείτε τη λέξη φασολάδα |
φασουλάδα θηλυκό
→ δείτε τη λέξη φασολάδα |