φαρυγγορραγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαρυγγορραγία < φάρυγγ(ας) + -ο- + -ρραγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαρυγγορραγία θηλυκό
- (ιατρική) αιμορραγία του φάρυγγα
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαρυγγορραγία
|