Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαρμακοτεχνία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
φαρμακοτεχνί
α
οι
φαρμακοτεχνί
ες
γενική
της
φαρμακοτεχνί
ας
των
φαρμακοτεχνι
ών
αιτιατική
τη
φαρμακοτεχνί
α
τις
φαρμακοτεχνί
ες
κλητική
φαρμακοτεχνί
α
φαρμακοτεχνί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φαρμακοτεχνία
<
φαρμακοτέχνης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φαρμακοτεχνία
θηλυκό
η επιστήμη που ασχολείται με το
τεχνικό
σκέλος της
παρασκευής
φαρμάκων
Συνώνυμα
επεξεργασία
φαρμακοτεχνική
Συγγενικά
επεξεργασία
φαρμακοτεχνικός
φαρμακοτέχνης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φαρμακοτεχνία
αγγλικά
:
sector of pharmaceutics
(en)
αγγλικά
:
the field of pharmacy or pharmaceutical technician
(en)