φαρμακομούνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαρμακομούνα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η γυναίκα της οποίας πέθαναν οι προηγούμενοι δύο ή τρεις άντρες
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαρμακομούνα
|