φαρμακοθεραπεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαρμακοθεραπεία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pharmacothérapie < αρχαία ελληνική φάρμακον + θεραπεία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαρμακοθεραπεία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαρμακοθεραπεία