φαρμάκωμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φαρμάκωμα < φαρμακώνω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φαρμάκωμα ουδέτερο
- η δηλητηρίαση κάποιου με τοξική ουσία, δηλητήριο
- η πρόκληση μεγάλου ψυχικού άλγους
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φαρμάκωμα
φαρμάκωμα ουδέτερο