Δείτε επίσης: φανελλά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φανέλλα οι φανέλλες
      γενική της φανέλλας των φανελλών
    αιτιατική τη φανέλλα τις φανέλλες
     κλητική φανέλλα φανέλλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φανέλλα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία