Δείτε επίσης: φανελλά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φανέλλα οι φανέλλες
      γενική της φανέλλας των φανελλών
    αιτιατική τη φανέλλα τις φανέλλες
     κλητική φανέλλα φανέλλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φανέλλα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία