Δείτε επίσης: φανέλλας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φανελλάς οι φανελλάδες
      γενική του φανελλά των φανελλάδων
    αιτιατική τον φανελλά τους φανελλάδες
     κλητική φανελλά φανελλάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φανελλάς αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία