Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φανελλοποιός οι φανελλοποιοί
      γενική του φανελλοποιού των φανελλοποιών
    αιτιατική τον φανελλοποιό τους φανελλοποιούς
     κλητική φανελλοποιέ φανελλοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φανελλοποιός < φανέλλ(α) + -ο- + -ποιός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φανελλοποιός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία