φαμιλιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φαμιλιά | οι | φαμιλιές |
γενική | της | φαμιλιάς | των | φαμιλιών |
αιτιατική | τη | φαμιλιά | τις | φαμιλιές |
κλητική | φαμιλιά | φαμιλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαμιλιά και φαμίλια και φαμελιά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαμιλιά
→ δείτε τη λέξη οικογένεια |