φαλκίδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | φαλκίδιον | τὰ | φαλκίδιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | φαλκιδίου | τῶν | φαλκιδίων | ||||
δοτική | τῷ | φαλκιδίῳ | τοῖς | φαλκιδίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | φαλκίδιον | τὰ | φαλκίδιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | φαλκίδιον | φαλκίδιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φαλκιδίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | φαλκιδίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φαλκίδιον < (λόγιο δάνειο) λατινική Lex Falcidia, από το όνομα του εισηγητή του, Publius Falcidius· ο νόμος όριζε ότι όποιος διαθέτει την περιουσία του με διαθήκη υποχρεούται να κληροδοτήσει τουλάχιστον το 1/4 αυτής στον νόμιμο κληρονόμο του· στα νέα ελληνικά η λέξη έδωσε τα φαλκιδεύω, φαλκίδευση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαλκίδιον αρσενικό (όψιμη ελληνιστική κοινή)
- (νομικός όρος) το ελάχιστο μέρος μιας περιουσίας που πρέπει υποχρεωτικά να παραμείνει στους κληρονόμους σύμφωνα με τον νόμο
Πηγές
επεξεργασία- φαλκίδιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φαλκίδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.