Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φακόσουπα οι φακόσουπες
      γενική της φακόσουπας
    αιτιατική τη φακόσουπα τις φακόσουπες
     κλητική φακόσουπα φακόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φακόσουπα < φακ(ή), φακ(ές) + -ό- + -σουπα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φακόσουπα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία