Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φίστουλα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
φίστουλ
α
οι
φίστουλ
ες
γενική
της
φίστουλ
ας
των
φιστουλ
ών
αιτιατική
τη
φίστουλ
α
τις
φίστουλ
ες
κλητική
φίστουλ
α
φίστουλ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φίστουλα
< (
άμεσο δάνειο
)
λατινική
fistula
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φίστουλα
θηλυκό
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φίστουλα
αγγλικά
:
fistula
(en)
λατινικά
:
fistula
(la)